μεθήσι
Смотреть что такое "μεθήσι" в других словарях:
μέθῃσι — μέθη strong drink fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθύσι — και μεθήσι, το 1. το αποτέλεσμα τού μεθώ, διανοητική και οργανική διαταραχή που οφείλεται σε υπερβολική χρήση οινοπνευματωδών ποτών, υπερβολική οινοποσία 2. (κατ επέκτ.) παράλυση που οφείλεται σε υπερβολική ηδονή, ηδονική ζάλη 3. μτφ. α)… … Dictionary of Greek